θεραπναίος

θεραπναίος
θεραπναῖος, ὁ (Α) [θεράπνη]
1. στον πληθ. οἱ θεραπναῖοι
οι Διόσκουροι, προς τιμήν τών οποίων υπήρχε ναός στη θεράπνη
2. ο Απόλλων
3. ο Υάκινθος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”